- κουτσοζώ
- περνώ τη ζωή μου με στερήσεις, κατορθώνω με μεγάλη δυσκολία να επιβιώσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο-* (< επίρρ. κουτσά) + ζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουτσοζώ — κουτσόζησα, κουτσοζωισμένος, κουτσοπερνώ, κακοζώ, ψευτοπερνώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτσο- — (Μ κουτσο ) α συνθετικό λ. τής Μεσαιωνικής και κυρίως τής Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το επίθ. κουτσός ή το επίρρ. κουτσά και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι κομμένο, κολοβωμένο (κουτσόγλωσσος, κουτσοκέφαλος,… … Dictionary of Greek
φυτοζωώ — φυτοζώησα 1. αμτβ., ζω σαν φυτό, περνώ ζωή γεμάτη στερήσεις. 2. μτφ., αδρανώ, απραχτώ, εκδηλώνω υποτυπώδη ύπαρξη: Η γεωργία φυτοζωεί. 3. μτφ., παρακμάζω, φθίνω, πέφτω σε μαρασμό. 4. μτφ., ψευτοζώ, κουτσοζώ, ψωμοζώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)